αγκώνιασμα

αγκώνιασμα
το [αγκωνιάζω]
1. η τοποθέτηση πράγματος στη γωνία
2. καταφύγιο, προστασία, υποστήριξη
3. το χτίσιμο γωνίας
4. η χάραξη στο έδαφος τών γωνιών οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”